- ἀντίθυρος
- ἀντί-θυρος (θύρη): over against the door, only κατ' ἀντίθυρον κλισίης, in a position opposite the entrance of the hut, Od. 16.159†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αντίθυρος — ἀντίθυρος, ον (Α) 1. εκείνος που βρίσκεται απέναντι στην πόρτα 2. το ουδ. ως ουσ. το ἀντίθυρον προθάλαμος, πρόδομος 3. η πλευρά του δωματίου απέναντι στη θύρα … Dictionary of Greek
ἀντίθυρος — opposite the door masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίθυρον — ἀντίθυρος opposite the door masc/fem acc sg ἀντίθυρος opposite the door neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθύρου — ἀντίθυρος opposite the door masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθύρων — ἀντίθυρος opposite the door masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθύρῳ — ἀντίθυρος opposite the door masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek